ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

28/12/2005

 

> ΙΩ.Κ.

 

Έ σ β η σ ε   ξ α φ ν ι κ ά
ο   κ α θ η γ η τ ή ς   Α. - Φ.  Χ ρ ι σ τ ί δ η ς


Ο «αρχιτέκτονας» και εμπνευστής ενός κορυφαίου εκδοτικού γεγονότος, της Ιστορίας της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα (2001), ο καθηγητής γλωσσολογίας Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης εξέπνευσε αιφνιδίως την Κυριακή. Ηταν 58 ετών. Η κηδεία του έγινε χθες στον Άγιο Γεώργιο Πανοράματος.

Ο Χριστίδης, πνεύμα ανοιχτό και διά βίου παθιασμένος ερευνητής που ό,τι πρέσβευε το υπερασπιζόταν με πάθος, υπήρξε καθηγητής γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρωτεργάτης στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και διευθυντής στο Τμήμα Γλωσσολογίας καθώς και μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

Είχε δημοσιεύσει πλήθος κειμένων και βιβλίων για τη θεωρία της γλώσσας, μελέτες πάνω σε ποικίλα προβλήματα περιγραφής της νέας ελληνικής και της ιστορίας της ελληνικής. Από τα έργα του ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, το Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός και Όψεις της γλώσσας.

Στα πιο ειδικά του ερευνητικά ενδιαφέροντα ήταν η μελέτη της γραμμικής Β, των διαλέκτων, η γλώσσα της μαγείας, η ιστορική σημασιολογία και σύνταξη. «Νομίζω ήρθε η εποχή να μπορούμε να βλέπουμε πλέον τα γλωσσικά φαινόμενα, και ειδικότερα αυτά που αφορούνε τη γλώσσα μας, με όρους πραγματικούς και όχι όρους φαντασιακούς», διαπίστωνε με έμφαση στη συνέντευξή του στην «Ε» ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, δίνοντας το επιστημονικό-ιδεολογικό του στίγμα.

Στην ίδια συνέντευξη στηλίτευε «όλα τα αρχαιόπληκτα: συμπλέγματα που βαρύνουν τη νεοελληνική κοινωνία σε σχέση με την ελληνική γλώσσα», τα οποία αποδομούσε στα έργα και τα δημοσιεύματά του με επιστημονικούς όρους και εξορθολογιστικά επιχειρήματα. «Για τη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, όπως συνθλίβεται (και όχι μόνο αυτή) ανάμεσα στη Σκύλλα ενός ρηχού, αγοραίου κοσμοπολιτισμού και στη Χάρυβδη ενός εθνικιστικού, διχαστικού απομονωτισμού», σημείωνε στις σελίδες του συλλογικού magnus opus Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, «σημασία έχει να ενισχυθούν οι φωνές -στον χώρο της ελληνικής γλώσσας και της μελέτης της- που αρνούνται να παραδοθούν στα δύο αυτά "τέρατα" που αντλούν από το ίδιο απόθεμα βίας, είτε θυσιάζοντας το ειδικό -την ιδιαιτερότητα- σε μια κίβδηλη μορφή γενικού ή ομοιογένειας είτε θυσιάζοντας το
γενικό σε μια εξίσου κίβδηλη μορφή ιδιαιτερότητας».