ΑΥΓΗ

9/1/2005

 

> Ελένη Καραντζόλα

 

Ε - γ κ ρ ε μ ό - τ η τ ε ς


«Στη λιτανεία των χαμών που σημαδεύουν τη ζωή του καθενός μας» προστέθηκε, λίγο πριν την εκπνοή του 2004, ο αγαπημένος δάσκαλος, συνεργάτης και φίλος Τάσος Χριστίδης. Επιστήμονας της περιφέρειας, μιας περιφέρειας που όπως ο ίδιος πίστευε εξακολουθεί να διαχωρίζεται από τις μητροπόλεις λόγω της «απόστασης» σε εμπειρίες ως προς το πλέγμα της ηγεμονίας, ο Α.-Φ. Χ. αφιέρωσε την έρευνα και την κριτική του σκέψη στην αναζήτηση και συζήτηση θεμελιωδών όψεων της γλώσσας.

Από νωρίς τοποθετήθηκε με σαφήνεια ως προς τον κυρίαρχο γλωσσικό βιολογισμό. Δεν αμφισβήτησε ότι η γλώσσα είναι βιολογικό όργανο και ότι μπορεί να φωτίσει σημαντικά τη βαθύτερη φύση των ανθρώπινων όντων. Ενδιαφέρθηκε ωστόσο περισσότερο για αυτή τη δεύτερη οπτική, που και ο ίδιος ο Chomsky υποδεικνύει αλλά δυσκολεύεται να μελετήσει: την ανθρώπινη ζωή και τη χρήση της γλώσσας.

Ο Χριστίδης προσέγγισε την ελληνική γλώσσα ως ιστορικό προϊόν, ακριβώς επειδή τασσόταν -πολύ πιο ανεπιφύλακτα από ό,τι ο Saussure- υπέρ του ιστορικού προσδιορισμού της γλωσσικής επιστήμης. Βαθύτατα διαλεκτικός, αναζητούσε πάντα τη
δεύτερη όψη του νομίσματος. Η στενή του φιλία με την πρόωρα χαμένη Έλλη Σκοπετέα τον βοήθησε, όπως ο ίδιος αναγνώριζε, να δει καθαρότερα, και σε ιστορική προοπτική, τον εξαιρετικά πυκνό χρόνο που αντιπροσωπεύει στη μεταπολιτευτική Ελλάδα η εικοσαετία 1976-1996 σε θέματα γλώσσας και παιδείας. Αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στην «αθέμιτη κινδυνολογία» που καλλιέργησαν και συνάδελφοί του γλωσσολόγοι, στις μυθολογίες και στις μεταφορές περί «καταστροφής της ελληνικής γλώσσας», «φθοράς», «ευτελισμού», «αλλοίωσης», «αποκοπής από τις ρίζες», «γλωσσικής πενίας των νέων» κ.ο.κ. Στο βωμό της «μοναδικότητας της ελληνικής γλώσσας» ο ίδιος κατέθεσε προσφορά, στο γύρισμα
του αιώνα, έναν εργώδη συλλογικό τόμο, μια απροκατάληπτη και ενημερωμένη ιστοριογραφία της ελληνικής γλώσσας, από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, που αξιοποιεί πλήρως τις αρχαιολογικές μαρτυρίες και υπογραμμίζει ως αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας της ελληνικής την επαφή της με άλλες γλώσσες και τον επακόλουθο διπλοκατευθυντικό δανεισμό. Δεν πρόλαβε να δει την αγγλική μετάφραση του έργου να
κυκλοφορεί από το Cambridge University Press, δεν πρόλαβε να σχεδιάσει τον δεύτερο τόμο. Ολοκλήρωσε ωστόσο τη συγγραφή μιας Επιτομής για σχολική χρήση, όπου δοκιμάζει σε μια ενιαία αφήγηση να εντάξει τις διαφορετικές φωνές που στον συλλογικό
τόμο ίσως ακολουθούν και αποκλίνοντες δρόμους.

Υπήρξε φειδωλός σε επιμέρους μελέτες για φαινόμενα της ελληνικής. Μέσα όμως από τα θέματα που επέλεξε να πραγματευτεί, κυρίως στα Πρακτικά των Ετήσιων Επιστημονικών
Συναντήσεων του Τομέα Γλωσσολογίας του ΑΠΘ (οι οποίες ξεκίνησαν μέσα από τη ζεστασιά της φιλίας του με τη Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού και την Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton), άνοιξε ερμηνευτικά μονοπάτια: Η μελέτη του για τα συνδετικά
ότι/πως-που, το 1982, προανήγγειλε τη στροφή προς τη διερεύνηση της υποκειμενικότητας (έναντι απλώς της γεγονοτικότητας) στη μελέτη των συνδετικών, και την υπερίσχυσή της στην περίπτωση του που. Καταδεικνύοντας τη συγχρονική σχέση του δεικτικού νά με το να της υποτακτικής (συγκεκριμένη vs. αφηρημένη δείξη), το 1985, ο Α.-Φ. Χ. υπογράμμισε συγχρόνως τον πρωτεϊκό χαρακτήρα του μορίου· ήταν η πρώτη φορά που η έννοια του ολοφραστικού μορφώματος, οικεία στην οντογένεση της γλώσσας, γινόταν περιγραφική λύση για μόρια της γλώσσας μας. Το κείμενό του για το αρχαιοελληνικό σώζω και το νεοελληνικό σώνω (1987), που μας εντυπωσίασε στα φοιτητικά μας χρόνια, παραμένει ένα αξεπέραστο δοκίμιο ιστορικής σημασιολογίας. Όχι μόνο εντοπίζονται οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες το ρήμα απέκτησε παράλληλα με την αρχική του σημασία 'διατηρώ πλήρη, ακέραιο' την αντίθετή της, δηλαδή τη σημασία 'τελειώνω', αλλά η συστέγαση αυτή αντιθετικών σημασιών κάτω από την ίδια μορφική στέγη συσχετίζεται με ανάλογα δεδομένα από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, και θεωρητικοποιείται με βάση την έννοια του συμπλέγματος, δανεισμένη και πάλι από τη γλωσσική οντογένεση.

Ο κοινός παρονομαστής στις μελέτες αυτές, που αναδεικνύεται πιο ρητά στα δημοσιεύματά του στα μέσα της δεκαετίας του '90, είναι το αμιγώς σημασιολογικό κλειδί που προτείνει ο Α.-Φ. Χ. ακόμη και για ζητήματα καταρχήν συντακτικής φύσης. Η ιστορική συσσώρευση σημασιών, η ιστορικότητα της σημασίας. Το όλο που συγκροτείται από μέρη αλλά και τα συγκροτεί. Η σχέση ανάμεσα στην ολικότητα της σκέψης και στην αναλυτικότητα της γλώσσας. «Το σύννεφο [της σκέψης] που βρέχει λέξεις», σύμφωνα με
την τόσο εύγλωττη διατύπωση του Vygotsky που ο Α.-Φ. Χ. δεν κουραζόταν να επαναφέρει στα κείμενά του, σαγηνευμένος από τον μεταφορικό τρόπο με τον οποίο η πληροφορία εμβαπτίζεται «στον αναγκαία και ευεργετικά ασαφή χώρο της διαίσθησης, της συγκίνησης».

Γιατί εκείνο εντέλει που γοήτευσε τον Α.-Φ. Χ. περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν η σκοτεινότητα του γλωσσικού αντικειμένου. Αυτός ο μαχητικός, κοινωνικά ευαίσθητος, για κάποιους απόλυτος, έντονος σίγουρα, διανοητής και άνθρωπος της πράξης, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι το γλωσσικό σημείο είναι ένα μείγμα ψηφιακών συστατικών και συστατικών αναλογικής καταγωγής (η εικόνα και ο δείκτης του αγαπημένου του φιλοσόφου Peirce). Πίστευε ωστόσο ότι πραγματικά διαφωτιστικές για το γενικότερο
ζήτημα της φύσης του γλωσσικού φαινομένου είναι οι οριακές -περιθωριακές για το γλωσσολογικό mainstream- χρήσεις/εκδοχές της γλώσσας: προφητικός λόγος, μαγικός λόγος, ποιητικός λόγος και το κοινό τους υπόστρωμα, η μεταφορά σε ψυχαναλυτική
οπτική, αντίλογος στην προτασιακή γλώσσα που διαχωρίζει. Στις δυο πρώτες «εμπαθείς» μορφές λόγου ο Α.-Φ. Χ. αφιέρωσε αρκετά γραπτά του, και ένα απαιτητικό έργο, τη μεταγραφή των ελασμάτων του Μαντείου της Δωδώνης, που με γενναιότητα αποφάσισε
να συνεχίσει μετά την απώλεια της φίλης του αρχαιολόγου Ιουλίας Βοκοτοπούλου - χωρίς δυστυχώς να προλάβει να ολοκληρώσει την τελική επιμέλεια και να συντάξει την εισαγωγή. Η ποίηση, για την οποία ομολογούσε ότι συνιστά την απόλυτη υπέρβαση των
ορίων της γλώσσας, παρεισέφρησε στα γραπτά του: δίπλα στη στιβαρή αναλυτική προτασιακή γλώσσα, ο σημασιακά διάχυτος ήχος της συγκίνησης, το πυκνό, μη προτασιακό, βιωματικό υπόστρωμά της, που κάποιες μικρές ιδιωτικές στιγμές έβρισκε
καταφύγιο, κλεφτά από τα μάτια των οικείων, σε ένα τετράδιο που δεν αποχωριζόταν και δεν μοιραζόταν.

Με την επιμονή του Α.-Φ. Χ. στις διάχυτες σημασίες, στην πολυσημία, στην αναζήτηση της χαμένης ενότητας, κατανοούμε καλύτερα γιατί το νόημα του ρήματος θέλω περιλαμβάνει το νόημα του ρήματος στερούμαι, και αντίστροφα. Στην περίπτωση του Τάσου, κατάγονται από την ίδια ενιαία συγκίνηση που μας γέννησε η παρουσία του. Ε-γκρεμό-τητες, όπως συνήθιζε παιγνιωδώς να λέει ο ίδιος.