ΑΥΓΗ 30/1/2005
Δ υ ο λ ό γ ι α α π ό μ α κ ρ ι ά Το τελευταίο κείμενό του που έπεσε στα χέρια μου ήταν πολύ μαχητικό, και θυμωμένο: παλιός συνάδελφος και συνεργάτης είχε προσχωρήσει, φαίνεται, στο αντίπαλο στρατόπεδο, και υποστήριζε πια, μαζί με τόσους άλλους ανόητους που μας περιτριγυρίζουν, πως για να μάθουμε σωστά τη γλώσσα μας είναι απαραίτητο να διδασκόμαστε την αρχαία γραμματική και το αρχαίο λεξιλόγιο. Ο Τάσος Χριστίδης παράτησε τη συνηθισμένη του αδιαφορία απέναντι στις ευκαιριακές συμμαχίες των πονηρών, και ξεσπάθωσε. Από όλα τα φιλολογικά ζητήματα, το ζήτημα της γλωσσικής διδασκαλίας είναι το πιο επικίνδυνο κοινωνικά· κάθε λάθος, κάθε ιδεολόγημα, το πληρώνουν αμέσως πολύ ακριβά χιλιάδες μαθητές, κι εμμέσως όλοι οι υπόλοιποι: οι δάσκαλοι που υποχρεώνονται να διδάσκουν ψεύδη, οι γονείς, κι αν οι μαθητές χάψουν τη μπούρδα που τους σερβίρεται, θα το πληρώσουν και τα παιδιά τους. Το έχουμε υποστεί τόσες φορές αυτό οι ελληνόγλωσσοι, δυο με δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Γιατί το κάθε ψέμα είναι γλυκό, και ειδικά το ιδεολογικό ψέμα ότι μιμούμενοι τους τύπους και αποστηθίζοντας τις λέξεις των αρχαίων ημών ημιπρογόνων συμμετέχουμε κάπως στη δόξα τους, έστω και μέσα από σπασμένους καθρέφτες, είναι μέλι γλυκύτατο. Ναι, επειδή στηρίζεται και στον απόλυτο εγωισμό (εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους) και στον απόλυτο συντηρητισμό (οι παλιοί είναι καλύτεροι από τους σημερινούς). Και για να απορρίψεις το ψέμα προτιμώντας την πικρίζουσα αλήθεια, χρειάζεται όχι απλή λογική, όπως θα έλεγε κανείς, παρά και νους ισχυρός, και γνώσεις γερές, και κυρίως το ηθικό έρεισμα. Όλα αυτά τα είχε, και με το παραπάνω, ο Τάσος Χριστίδης. Ήμασταν συμφοιτητές, ο Τάσος είχε μπει πρώτος στη χρονιά μου (μαζί με την Άννη Μιχαηλίδου, αρχαιολόγο σήμερα), και θυμάμαι μια φορά τον Μανόλη Ανδρόνικο να χειρονομεί και να φωνάζει -το συνήθιζε- στον διάδρομο: "Δεν ήταν γραπτό αυτό! Ήταν επιστημονική διατριβή!". Δεν απορήσαμε· είχαμε συνηθίσει να τον θεωρούμε πολύ πιο πάνω από το δικό μας επίπεδο. Γι' αυτό ήταν και κάπως απόμακρος, δεν κατέβαινε στο κυλικείο όπου χαζολογούσαμε συχνά στις κενές ώρες, δεν ερχόταν στις ταβέρνες και τα φοιτητικά στέκια. Απόμακρος παρέμεινε κι όταν μεγάλωσε. Δύσκολα σήκωνε το τηλέφωνο -"ο Τάσος δεν απαντάει, μην τον παίρνεις", μου έλεγαν οι πιο στενοί του- αλλά όταν καμιά φορά κατέβαινε ως την Κρήτη, σπάνια, ή τον συναντούσα αλλού, το έβλεπες καθαρά ότι πίσω από τη φαινομενική απάθεια υπήρχε να ένα παλλόμενο πάθος ακατάβλητο. Λύσσαγε μέσα του (να ήταν αυτό που τον έφαγε;), για στηρίξει τις πεποιθήσεις του. Και είχε καταλάβει πως χρειαζόταν δουλειά πολλή για να ξεκαθαρίσει το τοπίο του γλωσσικού ζητήματος· δεν έχανε τον καιρό του σε περιττές ευγένειες. Εκεί βρισκόταν, νομίζω, η τεράστια, σχεδόν σκληρή, ηθική του: δουλειά· διάβασμα, γράψιμο. Γιατί βέβαια εκτός απ' τους ιδεολογικούς αγώνες για τη γλωσσική διδασκαλία τα, ας τα πούμε εκλαϊκευτικά του άρθρα, υπήρχε και η αυστηρή γλωσσολογική πλευρά του· η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, αυτό το επιβλητικό από κάθε άποψη εγχειρίδιο που επιμελήθηκε, έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αρκεί. Ίσως να ήταν ο πιο καταρτισμένος γλωσσολόγος της γενιάς του. Εμείς, οι πολλοί, τον γνωρίσαμε από τις συντομότερες παρεμβάσεις του σε γενικά ζητήματα, κυρίως από το βιβλίο του Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός, εκδόσεις Πόλις. Τρεις είναι οι αρετές ενός καλού γραπτού, έλεγε κάποτε ο Ανατολ Φρανς· πρώτον σαφήνεια, δεύτερον σαφήνεια, τρίτον σαφήνεια. Ναι, αλλά για να κατακτήσεις αυτή τη σαφήνεια απαιτείται πρώτον, πάθος, και πολύ, δεύτερον, ηθική, σκληρή (για να πετάξεις καθετί το έυκολο και εγωιστικό και να συνδέσεις το πάθος με το κοινωνικό αγαθό), τρίτον αγώνας ώστε το πάθος να υποχωρήσει, να κρυφτεί πίσω από το επιχείρημα. Ο Τάσος Χριστίδης τα πέτυχε αυτά, κι έστησε ένα γερό βιβλίο που κέρδισε πολλούς αναγνώστες. Ίσως όχι όσους θα θέλαμε όσοι συμμεριζόμαστε τις απόψεις του· δύσκολα σπάνε κάποια στεγανά προς το ευρύτερο κοινό, όταν προτείνεις το απλό και λογικό και αποποιείσαι το ρομαντικό ψεύδος ή τις ευφάνταστες πολυπλοκότητες (που μερικοί ονομάζουν θεωρία, εντός και εκτός των γλωσσικών μας συνόρων). Τώρα ο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης μας έγινε ακόμα πιο απόμακρος,
έτσι, ξαφνικά (και τι περίεργο, με την ίδια σαφήνεια και
τον ίδιο ρεαλισμό
που είχαν τα άρθρα του). |